σπαρίδες

σπαρίδες
(Sparidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των περκόμοφων. Το σώμα τους σκεπάζεται με μεγάλα λέπια, και το στόμα τους, σε συσχετισμό με το κεφάλι τους, είναι μικρό και εφοδιασμένο με πολυάριθμα δόντια, που έχουν σχήμα κοπτήρων, κυνοδόντων ή γομφίων. Έχουν ένα μόνο ραχιαίο πτερύγιο, το εμπρόσθιο τμήμα του οποίου έχει μεγάλα αγκάθια. Το πρωκτικό τους πτερύγιο, μάλλον κοντό, είναι εφοδιασμένο επίσης με αγκάθια, ενώ τα κοιλιακά πτερύγια, που βρίσκονται πολύ μπροστά, έχουν ένα αλλά μεγάλο αγκάθι. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει ψάρια φημισμένα για την καλή ποιότητα της σάρκας τους, όπως η τσιπούρα, η συναγρίδα, το λυθρίνι και ο σαργός, που ζουν στις θερμές αλλά και στις εύκρατες θάλασσες όπως η Μεσόγειος, ενώ μερικά είδη βρίσκονται και σε γλυκά νερά. Κατά το μεγαλύτερο μέρος, ζουν κοντά στις ακτές και γενικά τρέφονται με καρκινοειδή και μαλάκια. Σε πολλά είδη παρουσιάζεται ένας ιδιαίτερος τύπος ερμαφροδιτισμού, που δεν εξασφαλίζει όμως την αυτογονιμοποίηση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, ενώ τα ενήλικα άτομα προτιμούν γενικά τη μοναχική ζωή, τα νεαρά ζουν κοπαδιαστά.
* * *
οι, Ν
ζωολ.
οικογένεια τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων, στην οποία ανήκουν ο σαργός, το σκαθάρι, ο σπάρος κ.ά. ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sparidae (< σπάρος + κατάλ. -ίδες)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπάρος — Ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών. Έχει μήκος έως 20 εκ., χρώμα γενικά ορειχάλκινο με αργυρόχρωμες αποχρώσεις και στην ουρά του μια σκοτεινόχρωμη κηλίδα με μορφή δαχτυλιδιού. Το ουραίο και πυγαίο (οπίσθιο) πτερύγιο του έχουν ζωηρό κίτρινο χρώμα.… …   Dictionary of Greek

  • παγέλλος — ο ζωολ. γένος περκοειδών οστεοϊχθύων τών θερμών και εύκρατων θαλασσών τής οικογένειας σπαρίδες, ένα είδος τού οποίου είναι το λυθρίνι …   Dictionary of Greek

  • περκόμορφοι — (percomorphi). Τάξη νεοπτερύγιων οστεοϊχθύων, που αριθμεί πολυάριθμες οικογένειες. Τα θωρακικά πτερύγια των π. είναι προσκολλημένα στο κρανίο τους και έχουν, στο ραχιαίο τους πτερύγιο, αγκάθια. Τα ψάρια αυτά ζουν σε γλυκά και σε αλμυρά νερά. Οι… …   Dictionary of Greek

  • σαργός — (sargus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων, της υπόταξης των περκοειδών. Περιλαμβάνει είδη μικρών και μεγάλων ψαριών, τα οποία αφθονούν στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό. Έχουν σώμα σχεδόν ωοειδές,… …   Dictionary of Greek

  • συναγρίδα — (dentex dentex). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και ισχυρό σώμα, πεπιεσμένο στα πλευρά· η ράχη έχει χρώμα γαλάζιο, ενώ τα πλευρά και η κοιλιά είναι άσπρα αργυρόχρωμα. Το κεφάλι, μάλλον μεγάλο …   Dictionary of Greek

  • τσιπούρα — (sparus auratus ή chrysophrys aurata). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μήκος από 30 έως 60 εκ. και μπορεί να φτάσει το βάρος των 10 κιλών. Το στόμα, μάλλον μικρό, έχει στο πάνω μέρος δόντια σαν… …   Dictionary of Greek

  • φαγγρί — ή φαγκρί, το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τεσσάρων ειδών εδώδιμων περκόμορφων ψαριών τού γένους pagrus, συγγενικών με τον σαργό, το λυθρίνι, τη συναγρίδα, την τσιπούρα κ.ά. τής οικογένειας σπαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φάγρος, μέσω ενός υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • χάρακας — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται κοντά στον Πύργο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, η Αγία… …   Dictionary of Greek

  • χρύσοφρυς — όφρυος, ο, ΝΜΑ, και χρύσοφρυς, η, Ν νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων τής οικογένειας σπαρίδες αρχ. είδος ψαριού, πιθανώς η τσιπούρα («ὀκτώ λάβρακας, χρυσόφρυς δὲ δώδεκα», Εύπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυάν …   Dictionary of Greek

  • φαγκρί — το ψάρι της οικογένειας Σπαρίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”